άλμπουμ

άλμπουμ
το
(λ. λατιν.), λεύκωμα, συλλογή στίχων, εικόνων, αυτόγραφων κτλ.: Τον παρακάλεσα να γράψει κάτι στο άλμπουμ μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released …   Wikipedia

  • Γαλάνη, Δήμητρα — (Αθήνα 1952 –). Τραγουδίστρια. Καταγόμενη από μεσοαστική οικογένεια, έδειξε από νωρίς την κλίση της στη μουσική. Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο σε ηλικία 16 ετών στην Columbia μετά από υπόδειξη του συνθέτη Δήμου Μούτση, με το άλμπουμ του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… …   Dictionary of Greek

  • Γουέιτς, Τομ — (Tom Waits, Καλιφόρνια 1949 –). Αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ο Γ. είναι από τους πιο πολυπράγμονες σύγχρονους Αμερικανούς καλλιτέχνες, με εξαιρετική ζωτικότητα και ποικιλία ενδιαφερόντων. Παρουσιάστηκε στον χώρο της… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρ, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Jarre, Λιόν 1948 –). Γάλλος συνθέτης, γιος του Μορίς Ζαρ (βλ. λ.). Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία 5 ετών και διδάχθηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα στο Παρισινό Ωδείο. Οι μουσικές ανησυχίες του τον οδήγησαν, το 1968,… …   Dictionary of Greek

  • Ντορς — (Τhe Doors). Αμερικάνικο συγκρότημα της ροκ μουσικής που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1960. Απαρτιζόταν από τους Τζιμ Μόρισον (στίχοι, φωνητικά), Ρέι Μάνζαρεκ (πλήκτρα), Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ… …   Dictionary of Greek

  • παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… …   Dictionary of Greek

  • Me and Mr. Johnson — Studio album by Eric Clapton Released 23 March 2004 (Me and Mr. Johnso …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”